- ξελογιάστρα
- ηβλ. ξελογιαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξελογιαστής — ο, θηλ. ξελογιάστρα [ξελογιάζω] αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...») … Dictionary of Greek
Каррас, Василис — Василис Каррас Выступление в марте 2010 года … Википедия
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek